- εξαιρώ
- (AM ἐξαιρῶ, -έω) [αιρώ]1. βγάζω από μέσα, αφαιρώ2. δεν συμπεριλαμβάνω με άλλους, αποκλείω («τὰς μητέρας ἐξελόντες», Ηρόδ.)νεοελλ.1. για ειδικούς λόγους απαλλάσσω ή αποκλείω κάποιον από καθήκον ή δικαίωμα («ο νόμος εξαιρεί τα παιδιά τών πολυτέκνων»)2. γραμμ. μέσ. εξαιρούμαιδεν περιλαμβάνομαι, αποκλίνω από τον γενικό κανόναμσν.(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξῃρημένος, -η, -ον1. ξεχωριστός, εξαιρετικός2. υπερβολικόςαρχ.-μσν.1. απελευθερώνω («ἐξελοῡ αὐτὸν ἀπὸ παντὸς κακοῡ»)2. υπερβαίνω («οὐσίας ὁ θεὸς ἐξῄρηται καὶ ἔστιν ὑπερουσίως», Διονύσιος Αρεοπαγίτης)αρχ.1. βγάζω, αφαιρώ με βίαιη κίνηση2. μέσ. ἐξαιροῡμαια) βγάζω κάτι έξω, ανασύρω («φαρέτρης ἐξείλετο πικρόν ὀϊστόν», Ομ. Ιλ.)β) αποστερώ («Γλαύκῳ φρένας ἐξέλετο Ζεύς»«τού πήρε τα μυαλά, Ομ. Ιλ.)3. παθ. ἐξαιροῡμαια) (για φορτίο) ξεφορτώνομαιβ) υπερέχω4. (για αιχμαλώτους, λάφυρα κ.λπ.) διαλέγω και δίνω σε κάποιον για να τόν τιμήσω («Δημοσθένει έξῃρέθησαν τριακόσιοι πανοπλίαι», Θουκ.)5. (για χώρο) ξεχωρίζω και αφιερώνω σε κάποιον («τῷ βασιλέι... τεμένεα ἐξελών», Ηρόδ.)6. αφαιρώ βίαια κάτι πολύτιμο7. διώχνω κάτι από τη θέση του («περιιὼν τὸν νηὸν κύκλῳ ἐξαίρεε τοὺς στρουθούς», Ηρόδ.)8. (για ψυχική κατάσταση) παύω («ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν», Πλάτ.)9. εξολοθρεύω, αφανίζω10. (για πόλεις, σπίτια κ.λπ.) καταστρέφω από τα θεμέλια, ισοπεδώνω («τὴν πόλιν ταύτην ἐθέλων ἐξελεῑν», Ηρόδ.)11. εξουδετερώνω, εκμηδενίζω («φθίνοντα γὰρ Δαλίου θέσφατ' ἐξαιροῡσιν ἤδη», Σοφ.)12. εκτελώ, φέρνω σε πέρας.
Dictionary of Greek. 2013.